φαρυγγοτομία

φαρυγγοτομία
φᾰρυγγοτομία, ,
A laryngotomy, Asclep. ap. Cael.Aur.CP1.14, Antyll. ap. Paul.Aeg.6.33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαρυγγοτομίᾳ — φαρυγγοτομίᾱͅ , φαρυγγοτομία laryngotomy fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρυγγοτομία — η, Ν ιατρ. διάνοιξη τού φάρυγγα με εγχείρηση, ύστερα από διατομή τών μαλακών μορίων τού λαιμού για την αφαίρεση μεγάλων όγκων τής περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pharyngotomie < φάρυγξ, υγγος + τομία (< τόμος < τόμος <… …   Dictionary of Greek

  • φαρυγγοτομία — η (ιατρ.), η διάνοιξη του φάρυγγα εξωτερικά με εγχείρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”